- πλεονάζω
- ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον]1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζονό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμανεοελλ.υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε σύγκριση με κάποιον άλλο, είμαι περισσότερος από αυτόν («οι γυναίκες πλεονάζουν» — οι γυναίκες είναι περισσότερες από τους άντρες)αρχ.1. (για ζώα) έχω περισσότερα μέλη από το φυσιολογικό2. (για επισκέψεις) είμαι συχνότερος («πλεοναζούσης τῆς παρουσίας τῶν πρεσβευτών», Πολ.)3. (για τη θάλασσα) πλημμυρίζω4. γραμμ. α) (για μέρος τού λόγου ή για γράμματα) κείμαι πλεοναστικώς, είμαι περιττός, παραπανήσιος (α. «οὐκ ἔλεγε πλεονάζειν τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ. β. «τὸ επλεονάζει [ἐν τῷ ἑώρων]», Αντων.)γ) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιπροσθέτως ή κατά πλεονασμό («εἰώθασιν οἱ Ἀττικοὶ τὰ ἄρθρα πλεονάζειν», Σχολ. Αριστοφ.)5. (με γεν.) έχω πλεονασμό ή αφθονία σε κάτι6. υπερβαίνω τα όρια, ξεπερνώ το κανονικό7. (για πρόσ.) λαμβάνω ή ζητώ να πάρω περισσότερα από όσα πρέπει («καὶ τοὺς πάνυ δεινοὺς ἑκάστοτε, ὅταν πλεονάζωσιν, ἐπίστασθ' ὑμεῑς κοσμίους ποιεῑν», Δημοσθ.)8. (με δοτ.) καταγίνομαι πολύ σε κάτι («τὰς δ' ἀλκιμωτάτας κυνηγεσίαις πλεονάζειν καὶ τὰ πολέμια ἀσκεῑν», Στράβ.)9. επιμηκύνω τον λόγο περισσότερο από το κανονικό με αποτέλεσμα να γίνομαι ενοχλητικός10. (με αιτ.) παριστάνω ή παρουσιάζω κάτι ως περισσότερο11. αυξάνω, πληθύνω12. υπερβαίνω τη μονάδα, μετέχω στην πλειονότητα13. ανεβάζω την τιμή κάποιου14. επαναπαύομαι σε κάτι («ὅτε ἐν πολέμῳ εὐτυχίᾳ πλεονάζων οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος», Θουκ.)15. παθ. πλεονάζομαια) κάνω κάτι σε υπέρμετρο βαθμό, υπέρ το δέονβ) απατώμαιγ) τρώω πολύδ) (με μτφ. σημ.) μεγαλοποιώ16. φρ. α) «πλεονάζω παρά τινας». περισσεύω μεταξύ άλλωνβ) «ὁρμὴ πλεονάζουσα»(με μτφ. σημ.) το πάθοςγ) «εἰκασία ἐστὶ μεταφορὰ πλεονάζουσα» — η εικασία είναι μεταφορά μεγαλύτερης έκτασης, δηλ. είναι ευρύτερη μεταφοράδ) «τὸ πλεονάζον ἔργον» — η έκτακτη εργασίαε) (για ρήτορα) «πλεονάζω τοῡ καιροῡ» — προχωρώ πέρα από το επιτρεπόμενο όριο.
Dictionary of Greek. 2013.